- παραχαλασμάτιον
- παραχᾰλ-ασμάτιον, τό,A = χαλασμάτιον, Hero Aut.23.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραχαλασμάτιον — τὸ, Α μέρος χαλαρωμένο, ξετεντωμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χάλασμα, ατος + επίθημα ιον] … Dictionary of Greek
παραχαλασμάτια — παραχαλασμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)